αγκαθός

αγκαθός
ο
1. η προς τον κρόταφο κόγχη τού ματιού
2. εσωτερική γωνία σπιτιού
3. εξωτερική γωνία κάθε αντικειμένου
4. το άκρο τής καρίνας πλοίου
5. γωνιώδης εγκοπή ξύλου, όπου μπαίνει το άκρο άλλου ξύλου για να στερεωθεί και να εφαρμόσει καλύτερα
6. απόκρημνος βράχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανθός. Το αρχικό α και το γκ προέκυψαν από παρετυμολογική σύνδεση με τη λ. αγκάθι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγκαθός — ο ο κανθός, η γωνία του ματιού: Καθώς περνούσες σε πήρε ο αγκαθός μου (σε είδα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”